πρωτεύοντα

πρωτεύοντα
(primates). Τάξη θηλαστικών, τα οποία, αν και διατήρησαν πρωτεγενείς χαρακτήρες, εμφανίζουν ανωτερότητα σε σχέση με άλλα παρόμοια. Στην τάξη αυτή ανήκουν ζώα που διαθέτουν μεγάλο και πολύπλοκο εγκέφαλο, όπως οι πίθηκοι λεμούριοι και οι τάρσιοι. Τα πλέον εξελιγμένα π. είναι οι ανθρωπόμορφοι πίθηκοι και ο άνθρωπος. Τα περισσότερα είδη της τάξης αυτής ζουν κυρίως στα δένδρα, έχουν χέρια και πόδια μακριά, με 5 δάκτυλα, που στα περισσότερα από αυτά καταλήγουν σε νύχια. Έχουν επίσης καλή όραση και ο εγκέφαλός τους είναι περίπλοκος και ανεπτυγμένος. Ορισμένοι από τους π. στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο άνθρωπος, είναι παμφάγοι και σαρκοφάγοι. Οι αρχαιότεροι γνωστοί π. έμοιαζαν με τους σημερινούς λεμούριους. Τα απολιθωμένα υπολείμματά τους βρίσκονται μέσα σε στρώματα της παλαιόκαινης εποχής. Ίσως η εξέλιξή τους να ξεκίνησε από εντομοφάγους προγόνους που ζούσαν στα δένδρα. Οι τάρσιοι είναι μικρά π. ζώα που έχουν σώμα ποντικών, μακριά ουρά και πόδια που τους επιτρέπουν να κάνουν άλματα. Ζουν στη Μαλαισία και γενεαλογικά τοποθετούνται ανάμεσα στους λεμούριους και τους πιθήκους. Οι ανθρωπόμορφοι πίθηκοι και ο άνθρωπος ανήκουν στα ανθρωποειδή, που στερούνται ουράς. Ανάμεσα στους ανθρωποειδείς πιθήκους είναι οι γίββωνες, οι ουρακοτάγκοι, οι γορίλες και οι χιμπατζήδες. Αν και όλα τα ανθρωποειδή ζώα είναι έξυπνα, ο άνθρωπος είναι πολύ εξυπνότερος. Η διαφορά αυτή οφείλεται στην ανάπτυξη που έχουν ορισμένα μέλη του σώματός του και ιδιαίτερα ο εγκέφαλος. Κερκοπίθηκοι σε ζωολογικό κήπο της Μ. Βρετανίας (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
τα, Ν
(ζωολ. -παλαιοντ.) τάξη θηλαστικών τών θερμών, κυρίως, περιοχών που από παλιά έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον τού ανθρώπου, αφού περιλαμβάνει, εκτός από τον ίδιο, και τους στενότερους συγγενείς του, τους πιθήκους και προπιθήκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτεύον, -οντος, μτχ. τού ρ. πρωτεύω. Η λ. αποτελεί απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. Primates].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρωτεύοντα — τα η τάξη θηλαστικών ζώων που περιλαμβάνει τους πιο εξελιγμένους οργανισμούς (ανθρώπου, πιθήκου κτλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωτεύοντα — πρωτεύω to be the first pres part act neut nom/voc/acc pl πρωτεύω to be the first pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτεύω — ΝΜΑ [πρῶτος] 1. καταλαμβάνω ή κατέχω την πρώτη θέση, σειρά ή βαθμό, έχω ή παίρνω τα πρωτεία, είμαι πρώτος (α. «πρωτεύων ρόλος» β. «πρώτευσε στους διαγωνισμούς» γ. «πρωτεύειν καρτερίᾳ», Ξεν.) 2. είμαι ή αναδεικνύομαι ανώτερος, υπερτερώ, υπερβαίνω …   Dictionary of Greek

  • αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… …   Dictionary of Greek

  • πετρώματα — Στον όρο αυτό περιλαμβάνονται όλες οι ορυκτολογικές συγκεντρώσεις, που αποτελούν βασικά τμήματα της λιθόσφαιρας (γήινος φλοιός)· τα π. έχουν σχηματιστεί γενικά από τη συνένωση δύο ή περισσότερων διαφορετικών ορυκτών· υπάρχουν βέβαια και… …   Dictionary of Greek

  • συντεταγμένες γεωγραφικές — Για τον ακριβή προσδιορισμό οποιουδήποτε σημείου πάνω στη Γη, καταφεύγουμε σ’ ένα ιδιαίτερο σύστημα συντεταγμένων, οι οποίες συνίστανται από το πλάτος και το μήκος και έχουν ως βασική αναφορά τον Ισημερινό και τον πρωτεύοντα ή αρχικό μεσημβρινό.… …   Dictionary of Greek

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κατάρρινοι — Υπόταξη των πρωτευόντων. Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ότι τα ρουθούνια τους είναι στραμμένα προς τα κάτω και χωρίζονται από ένα στενό ρινικό διάφραγμα. Οι κ. περιλαμβάνουν τα πρωτεύοντα του Παλαιού Κόσμου και διακρίνονται σε δύο… …   Dictionary of Greek

  • κλασικισμός — Αισθητική θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της τέχνης είναι μια παγκόσμια, αιώνια και αναλλοίωτη ιδέα του ωραίου. Το ωραίο, κατά την άποψη των υποστηρικτών της θεωρίας αυτής, προϋποθέτει την ύπαρξη ρυθμού, μέτρου και ήρεμης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”